Μέσα στα πλαίσια της γενικευμένης επίθεσης που δέχονται η Ελληνική Πολιτεία και οι κάτοικοί της, εντάσσεται μία ακόμα πτυχή, άκρως ενδιαφέρουσα, που θα πρέπει άμεσα να κινήσει το ενδιαφέρον των ειδικών και των ενεργών πολιτών. Πρόκειται για το θέμα των ντόπιων ποικιλιών σπόρων (σπερμάτων) της ελληνικής χλωρίδας.
Είναι γνωστό ότι τα τελευταία τουλάχιστον 80 χρόνια, γίνονται προσπάθειες από πολλές κυβερνήσεις παγκοσμίως, προκειμένου να συλλεχθούν και να αποθηκευθούν σε ειδικές τράπεζες τα σπέρματα των ντόπιων ποικιλιών κάθε περιοχής. Αυτό θα βοηθήσει, μέσα σε αυτόν τον «κατακλυσμό» των διαφόρων «πειραγμένων» ποικιλιών (υβριδίων) και κυρίως των τελευταία εισαχθέντων στη φύση, μεταλλαγμένων φυτών, να διατηρηθούν οι ποικιλίες της φυσικής επιλογής.
Στην προπολεμική Σοβιετική Ένωση ο πρωτοπόρος σε αυτήν την κατεύθυνση βοτανολόγος Νικολάι Βαβίλοφ και μέχρι το 1940 (οπότε έπεσε θύμα των μαζικών εκκαθαρίσεων του Στάλιν) είχε καταφέρει να συγκεντρώσει πάνω από 200.000 σπόρους (αλλά και καρπούς και βλαστούς) διαφορετικών ειδών. Η τράπεζα σπόρων που δημιούργησε, φέρει σήμερα το όνομά του και είναι μία από τις μεγαλύτερες του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά τη διάρκεια της γερμανοκατοχής στη Σοβιετική Ένωση, ο Χίτλερ θέλησε να μεταφέρει την τράπεζα αυτή στη Γερμανία προκειμένου να ελέγξει έτσι μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως πηγές φυσικής τροφής. Ωστόσο μόνο μέρος των σπόρων αυτών κατάφεραν να εντοπίσουν οι επιφορτισμένοι για την κλοπή αυτή Γερμανοί επιστήμονες και στρατιώτες.
Στην Ελλάδα το σχετικό σχέδιο του Χίτλερ ήταν αποτελεσματικότερο, καθώς η ελληνική φύση από μόνη της αποτελούσε ένα ανοικτό βοτανικό πάρκο. Περίπου 2.000 ποικιλίες σπόρων της ελληνικής φύσης μεταφέρθηκαν το έτος 1942, αρχικά στην Αυστρία και μετά από δύο έτη στη Γερμανία, όπου αποθηκεύτηκαν σε ειδική τράπεζα και φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Με άλλα λόγια πέρα από τον ελληνικό χρυσό, τα μάρμαρα και τα αρχαία ελληνικά δημιουργήματα, οι σημερινοί δήθεν εταίροι μας, οφείλουν να μας επιστρέψουν κάποια στιγμή και τις ντόπιες ελληνικές ποικιλίες σπερμάτων που υφάρπαξαν από τον ελληνικό χώρο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια έχει, με διάφορους τρόπους, επιστρέψει από τη Γερμανία μικρό μέρος από τις κρητικές ποικιλίες φυτών που υπήρχαν στο νησί το 1942. Κάνοντας μια παρένθεση εδώ, προκειμένου να αντιληφθεί ο αναγνώστης τον πλούτο της κρητικής και εν γένει ελληνικής βιοποικιλότητας που σταδιακά χάνεται, να αναφέρουμε ότι το 1942 υπήρχαν και καλλιεργούνταν στο νησί συνολικά 23 ποικιλίες μαλακού και σκληρού σταριού, ενώ σήμερα μόνον 6, καθώς και 6 ποικιλίες κριθαριού, ενώ στις μέρες μας μόνο 2...
Το γεγονός της μερικής επιστροφής σπόρων από τη Γερμανία αποδεικνύει ότι οι αρχικές συλλογές που εκλάπησαν, καλλιεργήθηκαν και ανανεώθηκαν, και μέρος από τα σπέρματα που προέκυψαν αποτελούν και τα προσφάτως αποκτηθέντα σπέρματα. Αυτό σημαίνει ότι συνεχίζουν να τα διατηρούν και να τα διαχειρίζονται όπως εκείνοι θέλουν. Το βασικό πρόβλημα όμως δεν είναι ότι δεν μας επιστρέφουν τις ελληνικές ποικιλίες σπόρων πίσω αλλά, ότι εμφανίζονται αυτοί ως ιδιοκτήτες του γενετικού αυτού υλικού, καθώς το «απέκτησαν» πριν το 1992 οπότε και υπογράφηκε η συνθήκη για τη βιολογική ποικιλότητα. Ως εκ τούτου θα πρέπει το θέμα να απασχολήσει ιδιαίτερα και άμεσα τα Ελληνικό Υπουργείο για τη γεωργία, αν υφίσταται ακόμα τέτοιο.
Επίσης το Ελληνικό Κράτος, αν επίσης υφίσταται τέτοιο, θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι συλλογές που εξάγονται στο εξωτερικό, συνοδεύονται με τις απαραίτητες άδειες, προκειμένου να εξασφαλίζονται τα δικαιώματα της χώρας μας επί των ωφελειών που θα προκύψουν από την αξιοποίησή τους (όπως αυτά προβλέπονται από την Συνθήκη για τη Βιολογική Ποικιλότητα - 1992).
Τα παραπάνω προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία όμως αυτή δεν εφαρμόζεται, λόγω των γνωστών προβλημάτων, της γραφειοκρατίας και αναποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, καθώς και της συνολικής ανικανότητας του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος να τα επιλύσει.
Σήμερα οι μεγαλύτερες τράπεζες σπερμάτων (σπόρων) βρίσκονται στις Η.Π.Α., τη Μ. Βρετανία, τη Ρωσία κ.ά. Επίσης στην Νορβηγία, στο νησί Spitsbergen του νορβηγικού αρχιπελάγους Svalbard και σε απόσταση 1.120 χλμ. από τον Βόρειο Πόλο, βρίσκεται μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες σπερμάτων, η λειτουργία της οποίας ξεκίνησε στις αρχές του 2008.
Είναι γνωστό ότι τα τελευταία τουλάχιστον 80 χρόνια, γίνονται προσπάθειες από πολλές κυβερνήσεις παγκοσμίως, προκειμένου να συλλεχθούν και να αποθηκευθούν σε ειδικές τράπεζες τα σπέρματα των ντόπιων ποικιλιών κάθε περιοχής. Αυτό θα βοηθήσει, μέσα σε αυτόν τον «κατακλυσμό» των διαφόρων «πειραγμένων» ποικιλιών (υβριδίων) και κυρίως των τελευταία εισαχθέντων στη φύση, μεταλλαγμένων φυτών, να διατηρηθούν οι ποικιλίες της φυσικής επιλογής.
Στην προπολεμική Σοβιετική Ένωση ο πρωτοπόρος σε αυτήν την κατεύθυνση βοτανολόγος Νικολάι Βαβίλοφ και μέχρι το 1940 (οπότε έπεσε θύμα των μαζικών εκκαθαρίσεων του Στάλιν) είχε καταφέρει να συγκεντρώσει πάνω από 200.000 σπόρους (αλλά και καρπούς και βλαστούς) διαφορετικών ειδών. Η τράπεζα σπόρων που δημιούργησε, φέρει σήμερα το όνομά του και είναι μία από τις μεγαλύτερες του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά τη διάρκεια της γερμανοκατοχής στη Σοβιετική Ένωση, ο Χίτλερ θέλησε να μεταφέρει την τράπεζα αυτή στη Γερμανία προκειμένου να ελέγξει έτσι μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως πηγές φυσικής τροφής. Ωστόσο μόνο μέρος των σπόρων αυτών κατάφεραν να εντοπίσουν οι επιφορτισμένοι για την κλοπή αυτή Γερμανοί επιστήμονες και στρατιώτες.
Στην Ελλάδα το σχετικό σχέδιο του Χίτλερ ήταν αποτελεσματικότερο, καθώς η ελληνική φύση από μόνη της αποτελούσε ένα ανοικτό βοτανικό πάρκο. Περίπου 2.000 ποικιλίες σπόρων της ελληνικής φύσης μεταφέρθηκαν το έτος 1942, αρχικά στην Αυστρία και μετά από δύο έτη στη Γερμανία, όπου αποθηκεύτηκαν σε ειδική τράπεζα και φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Με άλλα λόγια πέρα από τον ελληνικό χρυσό, τα μάρμαρα και τα αρχαία ελληνικά δημιουργήματα, οι σημερινοί δήθεν εταίροι μας, οφείλουν να μας επιστρέψουν κάποια στιγμή και τις ντόπιες ελληνικές ποικιλίες σπερμάτων που υφάρπαξαν από τον ελληνικό χώρο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια έχει, με διάφορους τρόπους, επιστρέψει από τη Γερμανία μικρό μέρος από τις κρητικές ποικιλίες φυτών που υπήρχαν στο νησί το 1942. Κάνοντας μια παρένθεση εδώ, προκειμένου να αντιληφθεί ο αναγνώστης τον πλούτο της κρητικής και εν γένει ελληνικής βιοποικιλότητας που σταδιακά χάνεται, να αναφέρουμε ότι το 1942 υπήρχαν και καλλιεργούνταν στο νησί συνολικά 23 ποικιλίες μαλακού και σκληρού σταριού, ενώ σήμερα μόνον 6, καθώς και 6 ποικιλίες κριθαριού, ενώ στις μέρες μας μόνο 2...
Το γεγονός της μερικής επιστροφής σπόρων από τη Γερμανία αποδεικνύει ότι οι αρχικές συλλογές που εκλάπησαν, καλλιεργήθηκαν και ανανεώθηκαν, και μέρος από τα σπέρματα που προέκυψαν αποτελούν και τα προσφάτως αποκτηθέντα σπέρματα. Αυτό σημαίνει ότι συνεχίζουν να τα διατηρούν και να τα διαχειρίζονται όπως εκείνοι θέλουν. Το βασικό πρόβλημα όμως δεν είναι ότι δεν μας επιστρέφουν τις ελληνικές ποικιλίες σπόρων πίσω αλλά, ότι εμφανίζονται αυτοί ως ιδιοκτήτες του γενετικού αυτού υλικού, καθώς το «απέκτησαν» πριν το 1992 οπότε και υπογράφηκε η συνθήκη για τη βιολογική ποικιλότητα. Ως εκ τούτου θα πρέπει το θέμα να απασχολήσει ιδιαίτερα και άμεσα τα Ελληνικό Υπουργείο για τη γεωργία, αν υφίσταται ακόμα τέτοιο.
Επίσης το Ελληνικό Κράτος, αν επίσης υφίσταται τέτοιο, θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι συλλογές που εξάγονται στο εξωτερικό, συνοδεύονται με τις απαραίτητες άδειες, προκειμένου να εξασφαλίζονται τα δικαιώματα της χώρας μας επί των ωφελειών που θα προκύψουν από την αξιοποίησή τους (όπως αυτά προβλέπονται από την Συνθήκη για τη Βιολογική Ποικιλότητα - 1992).
Τα παραπάνω προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία όμως αυτή δεν εφαρμόζεται, λόγω των γνωστών προβλημάτων, της γραφειοκρατίας και αναποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, καθώς και της συνολικής ανικανότητας του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος να τα επιλύσει.
Σήμερα οι μεγαλύτερες τράπεζες σπερμάτων (σπόρων) βρίσκονται στις Η.Π.Α., τη Μ. Βρετανία, τη Ρωσία κ.ά. Επίσης στην Νορβηγία, στο νησί Spitsbergen του νορβηγικού αρχιπελάγους Svalbard και σε απόσταση 1.120 χλμ. από τον Βόρειο Πόλο, βρίσκεται μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες σπερμάτων, η λειτουργία της οποίας ξεκίνησε στις αρχές του 2008.
Όμως πώς μπορεί κανείς να εκμεταλλευτεί εμπορικά τα σπέρματα των φυτών; Η διαδικασία είναι απλή, με πρώτο και καθοριστικό βήμα το να πατενταριστεί το σπέρμα ή μέρος αυτού με αποκλειστικά δικαιώματα χρήσης.
Για παράδειγμα, μία ουσία που υπάρχει στο κρητικό δίκταμο, εισάγεται ως κύριο συστατικό ή πρόσθετο σε βιομηχανικά προϊόντα (κυρίως της βιομηχανίας τροφίμων, φαρμάκων ή ποτών) και με αυτόν τον τρόπο, π.χ. μπορεί να πωλείται στην Κρήτη ή όπου αλλού, καραμέλα-καταπραϋντικό για τον πονόλαιμο με γεύση δίκταμο της Κρήτης, που έχει όμως παραχθεί στην… Γερμανία, από γερμανική εταιρεία! Σήμερα η χώρα που εμφανίζεται πρώτη στα πατενταρίσματα σπόρων και φυτών είναι η Ολλανδία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι διάφορες «ποικιλίες» των καλλιεργούμενων καλλωπιστικών φυτών του εμπορίου διακινούνται στην αγορά αποκλειστικά έπειτα από «πατεντάρισμα».
Στην μεταπολεμική Ελλάδα, φορείς, αλλά και μεμονωμένοι άνθρωποι, συνειδητοποίησαν την αξία των ντόπιων ποικιλιών, καθώς και τον κίνδυνο από ενδεχόμενη απώλειά τους. Η πρώτη και μεγαλύτερη στην Ελλάδα τράπεζα που δημιουργήθηκε είναι αυτή του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ), στη Θέρμη Θεσσαλονίκης, στα ταμεία της οποίας είναι «κατατεθειμένα» χιλιάδες διαφορετικά είδη σπόρων.
Όμως σήμερα, στην υπό νέα Κατοχή πατρίδα μας, με νομοσχέδιο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, διαλύεται κάθε υποδομή φύλαξης και προστασίας του πολύτιμου γενετικού υλικού, αφού οι κυβερνήσεις της υποτέλειας των τελευταίων 3 ετών, φρόντισαν να διαλυθεί η τράπεζα διατήρησης της βιοποικιλότητας. Τα αγροτικά ιδρύματα που υπάγονται στο Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας βάσει του «σχεδίου» του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων συγχωνεύονται-διαλύονται και τριάντα και πλέον χρόνια κόπων τινάζονται στον αέρα, ενώ η τράπεζα διατήρησης της ελληνικής βιοποικιλότητας κινδυνεύει είτε να καταστραφεί, είτε να κλαπεί μεταφερόμενη μακριά από το ελληνικό έδαφος.
Για να κατανοήσει κανείς τον πλούτο της ελληνικής φύσης που απλόχερα την προίκισε ο Θεός, να αναφερθεί ότι προσεγγιστικά από τα 10.500 φυτά που φύονται στην Ευρώπη, τα 6.000 από αυτά υπάρχουν και στην Ελλάδα, εκ των οποίων τουλάχιστον τα 1.200 από αυτά είναι ενδημικά (!!) (το 20% αυτών), δεν φύονται δηλαδή πουθενά αλλού στον πλανήτη (ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στην Μ. Βρετανία εντοπίζεται ένα (1) ενδημικό φυτό...).
Αυτή η σπάνια και εξαιρετικά πλούσια ελληνική χλωρίδα θα πρέπει όχι μόνο να μην καταστραφεί, αλλά να προστατευτεί με κάθε μέσο, τόσο στο φυσικό περιβάλλον της, όσο και σε εθνικές τράπεζες σπόρων, καθώς αποτελεί μια ακόμα ιστορική κληρονομιά που οφείλουμε να μεταβιβάσουμε με πληρότητα στις επόμενες γενιές. Και να μην την ξεπουλούμε, ούτε να την καταστρέφουμε με fast truck διαδικασίες, όπως είναι για παράδειγμα η προωθούμενη μαζική εγκατάσταση αιολικών πάρκων στις κορυφές των κρητικών βουνών, μέσω του προγράμματος HELIOS που προωθούν οι Γερμανοί κατακτητές.
Δυστυχώς η προσπάθεια προστασίας της ελληνικής φύσης και των ντόπιων ποικιλιών χλωρίδας, δε μπορεί να είναι μεμονωμένη. Η μόνη ίσως αποτελεσματική μέθοδος είναι η κατάλυση της μεταπολιτευτικής αστειευόμενης ελληνικής δημοκρατίας και η, μέσα από την ψήφιση νέου δημοκρατικού σύγχρονου Συντάγματος, Διακήρυξη της νέας Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ηλίας Κοπανάκης (ramnousia.com)